κανισκῶδες

κανισκῶδες
κανισκώδης
basket-like
masc/fem voc sg
κανισκώδης
basket-like
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κανισκώδης — κανισκώδης, ες (Α) [κανίσκος] αυτός που μοιάζει με κανίσκι, με καλάθι («κανισκῶδες πλέγμα», σχόλ. στον Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”